αμβλυώττω

αμβλυώττω
ἀμβλυώττω και -ώσσω (Α)
1. έχω αμβλεία, ασθενή, αδύναμη όραση, είμαι αμβλύωπας
2. θαμπώνομαι, σαστίζω
3. (το ουδ. τής μτχ. τού ενεστ. ως ουσ.) τό ἀμβλυώττον
ο αμβλυωγμός*
4. φρ. «ἀμβλυώττω πρὸς τὸ φῶς», θαμπώνομαι, τυφλώνομαι από το φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλύς.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμβλυωγμός, ἀμβλυωσμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀμβλυώττω — ἀμβλυώσσω to be short sighted pres subj act 1st sg (attic) ἀμβλυώσσω to be short sighted pres ind act 1st sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμβλυφαώ — ἀμβλυφαῶ ( έω) (Α) [*ἀμβλυφαής] ἀμβλυώττω* …   Dictionary of Greek

  • αμβλύς — εία, ύ (AM ἀμβλύς, εῑα, ύ) 1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός 2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος 3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη τής ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία 4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία) γωνία μεγαλύτερη τής… …   Dictionary of Greek

  • ՎԱՏԵՄ — (եցի.) NBH 2 0787 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c չ. ՎԱՏԵՄ ՎԱՏԻՄ. ἁμβλύνομαι, ἁμβλυώττω, σσω , ἁμβλυωπέω hebetor, obtundor, caecutio. Վատանալ աչաց՝ այսինքն տկարանալ ʼի ծերութենէ. վատիլ տեսութեան, նուազիլ, պակասիլ, կասիլ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”